βατόμουρο
Grčki
urediIzgovor
uredi- IPA: [vaˈtɔmuɾɔ]
- Hifenacija: βα-τό-μου-ρο
Etimologija
urediImenica
urediβατόμουρο s. (vatómouro)
Deklinacija
urediDeklinacija: βατόμουρο
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | το βατόμουρο | τα βατόμουρα |
Genitiv (γενική) | του βατόμουρου | των βατόμουρων |
Akuzativ (αιτιατική) | το βατόμουρο | τα βατόμουρα |
Vokativ (κλητική) | βατόμουρο | βατόμουρα |
Izvedenice
uredi- βατομουριά ž. (vatomouriá, “biljka kupine”)