βατομουριά
Grčki
urediImenica
urediβατομουριά ž. (vatomouriá)
Deklinacija
urediDeklinacija: βατομουριά
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | η βατομουριά | οι βατομουριές |
Genitiv (γενική) | της βατομουριάς | των βατομουριών |
Akuzativ (αιτιατική) | την βατομουριά | τις βατομουριές |
Vokativ (κλητική) | βατομουριά | βατομουριές |
Također pogledajte
uredi- βατόμουρο s. (vatómouro, “kupina”)