βάτσινο
Grčki
urediIzgovor
uredi- IPA: [ˈvat͡sinɔ]
- Hifenacija: βά-τσι-νο
Etimologija
uredi- Od starogrčkog βάτος (bátos, “drač”).
Imenica
urediβάτσινο s. (vátsino)
Deklinacija
urediDeklinacija: βάτσινο
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | το βάτσινο | τα βάτσινα |
Genitiv (γενική) | του βάτσινου | των βάτσινων |
Akuzativ (αιτιατική) | το βάτσινο | τα βάτσινα |
Vokativ (κλητική) | βάτσινο | βάτσινα |