ψυχολογικός
Grčki
urediPridjev
urediψυχολογικός (psikhologikós) m., ψυχολογική ž., ψυχολογικό s.
Deklinacija
uredi Pozitivni oblici od ψυχολογικός
broj padež \ rod |
jednina | množina | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
muški | ženski | srednji | muški | ženski | srednji | |
nominativ | ψυχολογικός | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικοί | ψυχολογικές | ψυχολογικά |
genitiv | ψυχολογικού | ψυχολογικής | ψυχολογικού | ψυχολογικών | ψυχολογικών | ψυχολογικών |
akuzativ | ψυχολογικό | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικούς | ψυχολογικές | ψυχολογικά |
vokativ | ψυχολογικέ | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικοί | ψυχολογικές | ψυχολογικά |
izvedenice | komparativ: πιο + pozitivni oblici (npr. "πιο ψυχολογικός", itd.) relativan superlativ: ο πιο + pozitivni oblici (npr. "ο πιο ψυχολογικός", itd.) |