πέταλο
Grčki
urediImenica
urediπέταλο (pétalo) s.
Deklinacija
urediDeklinacija: πέταλο
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | το πέταλο | τα πέταλα |
Genitiv (γενική) | του πετάλου | των πετάλων |
Akuzativ (αιτιατική) | το πέταλο | τα πέταλα |
Vokativ (κλητική) | πέταλο | πέταλα |