άλογο
Grčki
urediImenica
urediάλογο (áloɣo) s.
Deklinacija
urediDeklinacija: άλογο
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | το άλογο | τα άλογα |
Genitiv (γενική) | του αλόγου | των αλόγων |
Akuzativ (αιτιατική) | το άλογο | τα άλογα |
Vokativ (κλητική) | άλογο | άλογα |