ψωλή
Grčki
urediEtimologija
uredi- Od starogrčkog ψωλή.
Imenica
urediψωλή (psolí) ž.
- (vulgaran) kurac
Deklinacija
urediDeklinacija: ψωλή
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | η ψωλή | οι ψωλές |
Genitiv (γενική) | της ψωλής | των ψωλών |
Akuzativ (αιτιατική) | την ψωλή | τις ψωλές |
Vokativ (κλητική) | ψωλή | ψωλές |