στηθόδεσμος
Grčki
urediImenica
urediστηθόδεσμος (stithóðesmos) m.
Deklinacija
urediDeklinacija: στηθόδεσμος
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | ο στηθόδεσμος | οι στηθόδεσμοι |
Genitiv (γενική) | του στηθόδεσμου / στηθοδέσμου | των στηθοδέσμων |
Akuzativ (αιτιατική) | τον στηθόδεσμο | τους στηθοδέσμους |
Vokativ (κλητική) | στηθόδεσμε | στηθόδεσμοι |