σκύλος
Grčki
urediImenica
urediσκύλος (skílos) m.
- (Zoologija) pas
Deklinacija
urediDeklinacija: σκύλος
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | ο σκύλος | οι σκύλοι |
Genitiv (γενική) | του σκύλου | των σκύλων |
Akuzativ (αιτιατική) | τον σκύλο | τους σκύλους |
Vokativ (κλητική) | σκύλε | σκύλοι |