πραματευτής
Grčki
urediImenica
urediπραματευτής (pramateftís) m.
Deklinacija
urediDeklinacija: πραματευτής
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | ο πραματευτής | οι πραματευτάδες οι πραματευτές |
Genitiv (γενική) | του πραματευτή | των πραματευτάδων των πραματευτών |
Akuzativ (αιτιατική) | τον πραματευτή | τους πραματευτάδες τους πραματευτές |
Vokativ (κλητική) | πραματευτή | πραματευτάδες πραματευτές |