οργασμός
Grčki
urediImenica
urediοργασμός (orgasmós) m.
Deklinacija
urediDeklinacija: οργασμός
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | ο οργασμός | οι οργασμοί |
Genitiv (γενική) | του οργασμού | των οργασμών |
Akuzativ (αιτιατική) | τον οργασμό | τους οργασμούς |
Vokativ (κλητική) | οργασμέ | οργασμοί |