λαθρέμπορος
Grčki
urediImenica
urediλαθρέμπορος (lathrémporos) m.
Deklinacija
urediDeklinacija: λαθρέμπορος
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | ο λαθρέμπορος | οι λαθρέμποροι |
Genitiv (γενική) | του λαθρέμπορου / λαθρεμπόρου | των λαθρεμπόρων |
Akuzativ (αιτιατική) | τον λαθρέμπορο | τους λαθρεμπόρους |
Vokativ (κλητική) | λαθρέμπορε | λαθρέμποροι |