κυψέλη
Grčki
urediImenica
urediκυψέλη (kipséli) ž.
Deklinacija
urediDeklinacija: κυψέλη
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | η κυψέλη | οι κυψέλες |
Genitiv (γενική) | της κυψέλης | των κυψελών |
Akuzativ (αιτιατική) | την κυψέλη | τις κυψέλες |
Vokativ (κλητική) | κυψέλη | κυψέλες |