κιοφτές
Grčki
urediAlternativne ortografije
urediEtimologija
uredi- Od turskog köfte.
Imenica
urediκιοφτές (kioftés) m.
Deklinacija
urediDeklinacija: κιοφτές
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | ο κιοφτές | οι κιοφτέδες |
Genitiv (γενική) | του κιοφτέ | των κιοφτέδων |
Akuzativ (αιτιατική) | τον κιοφτέ | τους κιοφτέδες |
Vokativ (κλητική) | κιοφτέ | κιοφτέδες |