καρέκλα
Grčki
urediImenica
urediκαρέκλα (karékla) ž.
Deklinacija
urediDeklinacija: καρέκλα
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | η καρέκλα | οι καρέκλες |
Genitiv (γενική) | της καρέκλας | —* |
Akuzativ (αιτιατική) | την καρέκλα | τις καρέκλες |
Vokativ (κλητική) | καρέκλα | καρέκλες |