καμηλοπάρδαλη
Grčki
urediEtimologija
urediImenica
urediκαμηλοπάρδαλη (kamilopárdali) ž.
Deklinacija
urediDeklinacija: καμηλοπάρδαλη
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | η καμηλοπάρδαλη | οι καμηλοπαρδάλεις |
Genitiv (γενική) | της καμηλοπάρδαλης / καμηλοπαρδάλεως | των καμηλοπαρδάλεων |
Akuzativ (αιτιατική) | την καμηλοπάρδαλη | τις καμηλοπαρδάλεις |
Vokativ (κλητική) | καμηλοπάρδαλη | καμηλοπαρδάλεις |