κάβουρας
Grčki
urediImenica
urediκάβουρας (kávouras) m.
- (Zoologija) rak
Deklinacija
urediDeklinacija: κάβουρας
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | ο κάβουρας | οι κάβουρες |
Genitiv (γενική) | του κάβουρα | — |
Akuzativ (αιτιατική) | τον κάβουρα | τους κάβουρες |
Vokativ (κλητική) | κάβουρα | κάβουρες |