ηφαίστειο
Grčki
urediIzgovor
uredi- IPA: [iˈfɛstio]
- Hifenacija: η-φαί-στει-ο
Imenica
urediηφαίστειο (ifaísteio) srednji rod (množina ηφαίστεια)
Deklinacija
urediDeklinacija: ηφαίστειο
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | το ηφαίστειο | τα ηφαίστεια |
Genitiv (γενική) | του ηφαιστείου | των ηφαιστείων |
Akuzativ (αιτιατική) | το ηφαίστειο | τα ηφαίστεια |
Vokativ (κλητική) | ηφαίστειο | ηφαίστεια |
Izvedenice
uredi- ηφαιστειακός (ifaisteiakós, "vulkanski")
- ηφαιστειογενής (ifaisteiogenís, "vulkanski")
- ηφαιστειολογία ž. (ifaisteiología, "vulkanologija")
- ηφαιστειολόγος m. ili ž. (ifaisteiológos, "vulkanolog")
- ηφαιστειότητα ž. (ifaisteiótita, "vulkanizam")