ηλιοτρόπιο
Grčki
urediImenica
urediηλιοτρόπιο s. (iliotrópio)
Deklinacija
urediDeklinacija: ηλιοτρόπιο
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | το ηλιοτρόπιο | τα ηλιοτρόπια |
Genitiv (γενική) | του ηλιοτροπίου | των ηλιοτροπίων |
Akuzativ (αιτιατική) | το ηλιοτρόπιο | τα ηλιοτρόπια |
Vokativ (κλητική) | ηλιοτρόπιο | ηλιοτρόπια |