ελληνικός
Grčki
urediPridjev
urediελληνικός (ellinikós) m., ελληνική ž., ελληνικό s.
Deklinacija
uredi Pozitivni oblici od ελληνικός
broj padež \ rod |
jednina | množina | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
muški | ženski | srednji | muški | ženski | srednji | |
nominativ | ελληνικός | ελληνική | ελληνικό | ελληνικοί | ελληνικές | ελληνικά |
genitiv | ελληνικού | ελληνικής | ελληνικού | ελληνικών | ελληνικών | ελληνικών |
akuzativ | ελληνικό | ελληνική | ελληνικό | ελληνικούς | ελληνικές | ελληνικά |
vokativ | ελληνικέ | ελληνική | ελληνικό | ελληνικοί | ελληνικές | ελληνικά |