διάμετρος
Grčki
urediImenica
urediδιάμετρος (ðiámetros) ž.
- (Geometrija) promjer
Deklinacija
urediDeklinacija: διάμετρος
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | η διάμετρος | οι διάμετροι |
Genitiv (γενική) | της διαμέτρου | των διαμέτρων |
Akuzativ (αιτιατική) | την διάμετρο | τις διαμέτρους |
Vokativ (κλητική) | διάμετρε | διάμετροι |