δεινόσαυρος
Grčki
urediImenica
urediδεινόσαυρος (ðeinósavros) m.
Deklinacija
urediDeklinacija: δεινόσαυρος
Jednina (ενικός) | Množina (πληθυντικός) | |
---|---|---|
Nominativ (ονομαστική) | ο δεινόσαυρος | οι δεινόσαυροι |
Genitiv (γενική) | του δεινόσαυρου / δεινοσαύρου | των δεινόσαυρων / δεινοσαύρων |
Akuzativ (αιτιατική) | τον δεινόσαυρο | τους δεινόσαυρους / δεινοσαύρους |
Vokativ (κλητική) | δεινόσαυρε | δεινόσαυροι |